- γόμμα
- [гомма] ουσ θ резинка для стирания.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
αγομμάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει επαλειφθεί με γόμμα 2. το ουδ. ως ουσ. το αγομμάριστο ασφράγιστο γραμματόσημο χωρίς γόμμα στην πίσω πλευρά. Συνήθως λέγεται έτσι το γραμματόσημο που έχει πλυθεί και έχει φύγει η γόμμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό +… … Dictionary of Greek
ακανθομαστίχη — η η γόμμα τού φυτού Atractylis gummifera (αγριομαστιχιά, μαστίχα τού βουνού, αγκαθομάστιχο) … Dictionary of Greek
ευκάλυπτος — (eucalyptus). Γένος αειθαλών δενδρωδών φυτών μεγάλων διαστάσεων της οικογένειας των μυρτιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενών της Αυστραλίας. Είναι φυτά με γρήγορη ανάπτυξη, δασικά, καλλωπιστικά, κατάλληλα για την κάλυψη και αποξήρανση τελματωδών… … Dictionary of Greek
κομμιοτυπικός — ή, ό 1. αυτός που έχει ληφθεί με τη μέθοδο τής κομμιοτυπίας 2. φρ. «κομμιοτυπικό χαρτί» χαρτί κολλαρισμένο με αραβική γόμμα ή ιχθυόκολλα που περιέχει λίγο διχρωμικό κάλι και κατάλληλη ποσότητα χρώματος υδατογραφίας … Dictionary of Greek
λάκκα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 28 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις δυτικές απολήξεις των ορέων του Βάλτου, Α της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη. 2. Ημιορεινός… … Dictionary of Greek